Λουκάς Λιάκος
αστικό πηγάδι καταμεσίς στον κεντρικό
με από πάνω πρόχειρες σανίδες
όπου το πρωί κάθεται ένας εργάτης
και τρώει άπλυτες φράουλες
ενώ το καλοκαίρι περνάει τακ τακ τις μικρές ώρες
το κορίτσι που τολμάει
Κ.Α

Τρίτη 23 Μαΐου 2017

Ο Πύργος, μια απόπειρα προσέγγισης

Στον Πύργο του Κάφκα, ο χωρομέτρης ή γεωμέτρης, ο ενδιαφερόμενος ή ο Κ., άλλοτε σαν λαγός κι άλλοτε σαν χελώνα, κρατά αμείωτη την ένταση μιας γνώσης: πως έχει απ' την αρχή απωλέσει ό,τι ποτέ του δεν θα μπορέσει να προσεγγίσει. Μέσα από έναν λαβύρινθο γραφειοκρατίας και χώρου λιτής, για να μην πούμε άσχημης διακόσμησης, όπου τα χαρακτηριστικά των ανθρώπων και του τοπίου ποτέ δεν αποσαφηνίζονται: οι γυναίκες δεν είναι όμορφες ή είναι, οι γυναίκες δεν έχουν ηλικία ή έχουν: οι γυναίκες προσπαθούν συνεχώς να πείσουν για κάτι, οτιδήποτε, και οι άντρες, οι άντρες από τους βοηθούς και τους υπηρέτες που θυμίζουν τους Βλαδίμηρο και Έστραγκον του Μπέκετ (είναι μεγάλη η συγγένεια των δύο έργων), μέχρι τους αξιωματούχους που όσο ψηλά κι αν βρίσκονται στην ιεραρχία παραμένουν υπάλληλοι, προέκταση του υπηρέτη: οι άντρες του Πύργου είναι όλοι τους ανδρείκελα. Ο μόνος που διαφέρει είναι ο Κ., είτε γιατί είναι ένας ξένος, είτε γιατί είναι ένας ουρανοκατέβατος εκπρόσωπος του καθένα: ο Κ. έχει ορισθεί να παλεύει εσαεί για μια υπόθεση χαμένη όπου το μόνο που του απομένει είναι το τυχαίο, καλό ή κακό μα μονάχα τυχαίο, ακόμα και αν χρειαστεί να περιμένει γι' αυτό σε όλη του τη ζωή στην ουρά και πάνω στο ένα του πόδι. Κι όταν πια, περιφερόμενος για μέρες, μην καταφέρνοντας καν να ξεκινήσει τον δρόμο του προς τον Πύργο, πέφτει πάνω στον άνθρωπο, στον γραμματέα, που μπορεί να του ξεκλειδώσει την επίμονη προσπάθεια, τον αγώνα από την αρχή, ο Κ., ο ενδιαφερόμενος, είναι πια τόσο κουρασμένος που αποκοιμιέται και σταδιακά πέφτει σε λήθαργο, ακούγοντας μόνο, περισσότερο πεντακάθαρα από ποτέ, την προοπτική και την ευκαιρία που του αναλύει ο ανακριτής γραμματέας. Μέσα στον ύπνο του χαμογελά στον άνθρωπο που τον εμποδίζει επιτέλους να ξεκουραστεί κι όχι στον άνθρωπο που του παρουσιάζει την λύση εδώ και τώρα. Λίγο αργότερα θα ξυπνήσει βίαια για το λεγόμενο κυρίως, μα ουσιαστικά υποτυπώδες κι ασήμαντο ραντεβού με τον άλλο γραμματέα, που εκ των προτέρων κι ο ίδιος γνωρίζει πως πρακτικός σκοπός αυτής, της επικείμενης συνάντησης δεν είναι το να βγει απ' τη δύσκολη θέση, μα να μπει πιο βαθιά σ' αυτή. Ο Κ. πραγματικά κλωτσάει την τύχη του κι αυτή τη κλωτσιά την δίνει χαμογελώντας και με πλήρη συναίσθηση του τι κάνει. Κι ακόμα, ποτέ του δεν θα νοσταλγήσει αυτή του τη χαμένη τύχη, την ευκαιρία που πέταξε στα σκουπίδια. Τώρα, αν πλάι στη λέξη τύχη βάλουμε τη λέξη πεπρωμένο, ο Κ. γίνεται φίλος, ακόμα και δίδυμος αδελφός του Σίσυφου στο δοκίμιο του Καμύ (όπου άλλωστε γίνονται εκτενείς αναφορές στην Δίκη και στον Πύργο), κι αυτό περισσότερο στην κορύφωσή του, τη στιγμή εκείνη δηλαδή που ο Σίσυφος έχοντας για άλλη μια φορά αποτύχει κατεβαίνει το βουνό από την αντίθετη πλευρά να ξαναπιάσει τον βράχο ηττημένος γιατί απέτυχε, νικητής γιατί θα προσπαθήσει ξανά, αιώνια ορίζοντας το μάταιο, ορίζει ο ίδιος τον εαυτό του.